- πάνιασμα
- και πάννιασμα, το [παν)ν)ιάζω]1. το αποτέλεσμα τού πανιάζω, χλόμιασμα, χλομάδα στο πρόσωπο2. εμφάνιση πανάδων στο δέρμα3. (για τρόφιμα) μούχλιασμα, μπάγιάτεμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πάνιασμα — το, ατος 1. χλομάδα του προσώπου. 2. λεκές του δέρματος, φακίδες. 3. μούχλιασμα, μάραμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μούχλιασμα — το [μουχλιάζω] 1. η κατάσταση και το αποτέλεσμα τού μουχλιάζω, κάλυψη από μούχλα, πάνιασμα, ευρωτίαση 2. μτφ. α) πνευματική ή σωματική νωθρότητα ή στασιμότητα, αδράνεια β) ηθική κατάπτωση, ηθική αποσύνθεση … Dictionary of Greek
πάννιασμα — το βλ. πάνιασμα … Dictionary of Greek
φλόμωμα — φλόμωμα, το και φλόμιασμα, το, ατος 1. η νάρκωση, η αναισθητοποίηση. 2. το σκόρπισμα δυσοσμίας, το βρομοκόπημα: Με τέτοιο φλόμωμα δεν μπορείς να σταθείς εδώ ούτε ένα λεπτό. 3. το ζάλισμα από το πολύ κάπνισμα τσιγάρων: Καπνίζουν όλοι εδώ μέσα, πώς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χλόμιασμα — το, ατος το να γίνεται κανείς χλομός, πάνιασμα, χλομάδα: Δεν του φεύγει αυτό το χλόμιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)